ἡγήτειρα

ἡγήτειρα
ἡγήτειρα
fem nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ηγήτειρα — ἡγήτειρα, ἡ (Α) θηλ. τού Ηγητήρ. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού ηγητήρ (πρβλ. δοτήρ > δότειρα, μνηστήρ > μνήστειρα)] …   Dictionary of Greek

  • ἡγητείρας — ἡγητείρᾱς , ἡγήτειρα fem acc pl ἡγητείρᾱς , ἡγήτειρα fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγήτειραν — ἡγήτειρα fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηγητήρ — ἡγητήρ, δωρ. τ. ἁγητήρ, ὁ, θηλ. ἡγήτειρα (Α) [ηγούμαι] 1. καθοδηγητής, οδηγός, οδηγητής 2. αρχηγός, ηγέτης 3. το ψάρι «ναυκράτης ο οδηγός, που οδηγεί την αγέλη, αλλ. ηγεμών*, γνωστό σήμερα ως πιλότος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”